λινοτυπία

λινοτυπία
η
(λ. γαλλ.), μηχανικό τύπωμα όχι ενός τυπογραφικού στοιχείου αλλά ολόκληρης σειράς με ειδικές τυπογραφικές μηχανές, τις λινοτυπικές: Το βιβλίο αυτό έγινε με λινοτυπία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λινοτυπία — η [λινοτύπης] 1. στοιχειοθέτηση με λινοτυπική μηχανή 2. η λινοτυπική μηχανή …   Dictionary of Greek

  • λινοτυπικός — ή, ό [λινοτύπης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λινοτυπία 2. φρ. «λινοτυπική μηχανή» τυπογραφική μηχανή που χρησιμοποιείται για την κατασκευή και τη σύνθεση τυπογραφικών στοιχείων σε συμπαγείς μεταλλικούς στίχους από ειδικό τετηγμένο κράμα… …   Dictionary of Greek

  • μονοτυπία — Σύστημα μηχανικής στοιχειοθεσίας με μεμονωμένα στοιχεία, που αποτελείται από δυο χωριστά μέρη: τη μηχανή με τα πλήκτρα και το χυτήριο. Στην πρώτη ο στοιχειοθέτης κτυπά το κείμενο έχοντας στη διάθεση του, για το ίδιο στοιχείο, διαφορετικά πλήκτρα… …   Dictionary of Greek

  • τυπογραφία — Η αναπαραγωγή κειμένου ή εικόνων με κινητά ανάγλυφα στοιχεία. Σε παλαιότερα χρόνια, η στοιχειοθεσία γινόταν με το χέρι, με την εξέλιξη της τεχνικής όμως έχουν εισαχθεί πολλές νέες μέθοδοι (λινοτυπική μηχανή, μονοτυπία, όφσετ) που παρέχουν… …   Dictionary of Greek

  • φωτοστοιχειοθεσία — Η στοιχειοθεσία (σύνθεση) κειμένου με τη βοήθεια κλαβιέ και η αποτύπωσή του πάνω σε φωτοευπαθές χαρτί ή φιλμ. Η φ. είναι νέα μέθοδος στοιχειοθεσίας που δημιουργήθηκε από μια ανάγκη: να εξυπηρετήσει τη γρήγορη εξάπλωση της λιθογραφίας. Τον… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοτεχνία — η το σύνολο των τεχνών που σχετίζονται με την εκτύπωση ενός βιβλίου, δηλ. η τυπογραφία, η λιθογραφία, η λινοτυπία, η βιβλιοδετική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λινοτυπικός — ή, ό ο σχετικός με τη λινοτυπία: Οι λινοτυπικές μηχανές απαιτούν εξειδικευμένο προσωπικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”